φωτόλυση — η (χημ.), χημική αποσύνθεση που γίνεται με το φως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτολυτικός — ή, ό, Ν [φωτόλυση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτόλυση ή αυτός που γίνεται με φωτόλυση («φωτολυτική διεργασία»). επίρρ... φωτολυτικώς και φωτολυτικά Ν με φωτολυτικό τρόπο, με φωτόλυση … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
Γαβαλάς, Δημήτρης — (Κόρινθος 1949 –). Μαθηματικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως επιστημονικός συνεργάτης στην πολυτεχνική σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών (1974 76) και, στη συνέχεια, ως ερευνητής… … Dictionary of Greek
Κρότο, Χάρολντ — (Sir Harold Kroto, Γουίσμπετς, κομητεία Κέιμπριτζ 1939 –). Άγγλος χημικός. Το 1961 αποφοίτησε από το τμήμα χημείας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ και το 1964 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φασματοσκοπίας των… … Dictionary of Greek